- υγρασία
- humidité
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ὑγρασία — ὑγρασίᾱ , ὑγρασία moisture fem nom/voc/acc dual ὑγρασίᾱ , ὑγρασία moisture fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρασίᾳ — ὑγρασίᾱͅ , ὑγρασία moisture fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγρασία — η / ὑγρασία, ΝΜΑ [υγράζω] η κατάσταση τού υγρού, υγρότητα νεοελλ. 1. (μετεωρ.) η ποσότητα τών υδρατμών που περιέχονται στον ατμοσφαιρικό αέρα 2. (κλιματολ.) α) η ποσότητα τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων β) ο λόγος κατακρημνισμάτων εξάτμισης 3 … Dictionary of Greek
υγρασία — η 1. η παρουσία πολλών υδρατμών στην ατμόσφαιρα: Το βράδυ στη λίμνη έχει πολλή υγρασία. 2. το να είναι κάτι υγρό, η υγρότητα: Η υγρασία του ξύλου δεν το αφήνει να καεί. 3. σταγονίδια νερού στους πόρους αγγείου ή τοίχου: Ο τοίχος βγάζει υγρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑγρασίας — ὑγρασίᾱς , ὑγρασία moisture fem acc pl ὑγρασίᾱς , ὑγρασία moisture fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρασίαι — ὑγρασίᾱͅ , ὑγρασία moisture fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρασίαν — ὑγρασίᾱν , ὑγρασία moisture fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρασίαιν — ὑγρασία moisture fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρασίη — ὑγρασία moisture fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρασίην — ὑγρασία moisture fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγρασίης — ὑγρασία moisture fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)